αρκουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρκουδάκι | τα | αρκουδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | αρκουδάκι | τα | αρκουδάκια |
| κλητική | αρκουδάκι | αρκουδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
δύο αρκουδάκια που παίζουν

μωρό με το αρκουδάκι του
Ετυμολογία
- αρκουδάκι < αρκούδ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ουδάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.