αριστουργηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αριστουργηματικός | η | αριστουργηματική | το | αριστουργηματικό |
| γενική | του | αριστουργηματικού | της | αριστουργηματικής | του | αριστουργηματικού |
| αιτιατική | τον | αριστουργηματικό | την | αριστουργηματική | το | αριστουργηματικό |
| κλητική | αριστουργηματικέ | αριστουργηματική | αριστουργηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αριστουργηματικοί | οι | αριστουργηματικές | τα | αριστουργηματικά |
| γενική | των | αριστουργηματικών | των | αριστουργηματικών | των | αριστουργηματικών |
| αιτιατική | τους | αριστουργηματικούς | τις | αριστουργηματικές | τα | αριστουργηματικά |
| κλητική | αριστουργηματικοί | αριστουργηματικές | αριστουργηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αριστουργηματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αριστουργηματικός
- αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως αριστούργημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αριστουργηματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.