αργυρογλυπτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αργυρογλυπτική | οι | αργυρογλυπτικές |
| γενική | της | αργυρογλυπτικής | των | αργυρογλυπτικών |
| αιτιατική | την | αργυρογλυπτική | τις | αργυρογλυπτικές |
| κλητική | αργυρογλυπτική | αργυρογλυπτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

έργο αργυρογλυπτικής, Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ
Μεταφράσεις
αργυρογλυπτική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.