αραχνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αραχνιά | οι | αραχνιές |
| γενική | της | αραχνιάς | των | αραχνιών |
| αιτιατική | την | αραχνιά | τις | αραχνιές |
| κλητική | αραχνιά | αραχνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραχνιά < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αραχνιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.