αραβοσιτέλαιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραβοσιτέλαιο τα αραβοσιτέλαια
      γενική του αραβοσιτέλαιου των αραβοσιτέλαιων
    αιτιατική το αραβοσιτέλαιο τα αραβοσιτέλαια
     κλητική αραβοσιτέλαιο αραβοσιτέλαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραβοσιτέλαιο < αραβόσιτ(ος) + -έλαιο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.siˈte.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβοσιτέλαιο

Ουσιαστικό

αραβοσιτέλαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.