απόμουχρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόμουχρο τα απόμουχρα
      γενική του απόμουχρου των απόμουχρων
    αιτιατική το απόμουχρο τα απόμουχρα
     κλητική απόμουχρο απόμουχρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόμουχρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόμουχρος < μουχρός

Ουσιαστικό

απόμουχρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • απόμουχρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.