απόβραδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόβραδο τα απόβραδα
      γενική του απόβραδου των απόβραδων
    αιτιατική το απόβραδο τα απόβραδα
     κλητική απόβραδο απόβραδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόβραδο < απο- + βράδυ + -ο

Ουσιαστικό

απόβραδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.