αποψυκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποψυκτικός | η | αποψυκτική | το | αποψυκτικό |
| γενική | του | αποψυκτικού | της | αποψυκτικής | του | αποψυκτικού |
| αιτιατική | τον | αποψυκτικό | την | αποψυκτική | το | αποψυκτικό |
| κλητική | αποψυκτικέ | αποψυκτική | αποψυκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποψυκτικοί | οι | αποψυκτικές | τα | αποψυκτικά |
| γενική | των | αποψυκτικών | των | αποψυκτικών | των | αποψυκτικών |
| αιτιατική | τους | αποψυκτικούς | τις | αποψυκτικές | τα | αποψυκτικά |
| κλητική | αποψυκτικοί | αποψυκτικές | αποψυκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποψυκτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αποψυκτικός
- αυτός που σχετίζεται με την απόψυξη.
Μεταφράσεις
αποψυκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.