αποχρεμπτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
      γενική του αποχρεμπτικού των αποχρεμπτικών
    αιτιατική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
     κλητική αποχρεμπτικό αποχρεμπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχρεμπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποχρεμπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

αποχρεμπτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποχρεμπτικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.