αποφόρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποφόρι τα αποφόρια
      γενική του αποφοριού των αποφοριών
    αιτιατική το αποφόρι τα αποφόρια
     κλητική αποφόρι αποφόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποφόρι < αποφορώ + < από + φορώ

Ουσιαστικό

αποφόρι ουδέτερο

  • ρούχο, συνήθως παλιό και φθαρμένο, που δεν το φοράμε πια
    Δηλαδή να δίνουμε ένα πιάτο φαγητό στον άνεργο γείτονα, να μοιράζουμε αποφόρια, να βρισκόμαστε γενικώς σε εγρήγορση καλοσύνης και στο τέλος να ξεχάσουμε ότι η κατάντια είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.