αποτοίχιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποτοίχιση οι αποτοιχίσεις
      γενική της αποτοίχισης* των αποτοιχίσεων
    αιτιατική την αποτοίχιση τις αποτοιχίσεις
     κλητική αποτοίχιση αποτοιχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτοιχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτοίχιση < αποτοιχίζω + -ση

Ουσιαστικό

αποτοίχιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.