αποτοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αποτοιχίζω (παθητική φωνή: αποτοιχίζομαι)
- αφαιρώ (για λόγους συντήρησης ή διάσωσης) μια τοιχογραφία από κάποιο τοίχο
Συγγενικά
- αποτοίχιση
- αποτοιχισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και τοίχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτοιχίζω | αποτοίχιζα | θα αποτοιχίζω | να αποτοιχίζω | αποτοιχίζοντας | |
| β' ενικ. | αποτοιχίζεις | αποτοίχιζες | θα αποτοιχίζεις | να αποτοιχίζεις | αποτοίχιζε | |
| γ' ενικ. | αποτοιχίζει | αποτοίχιζε | θα αποτοιχίζει | να αποτοιχίζει | ||
| α' πληθ. | αποτοιχίζουμε | αποτοιχίζαμε | θα αποτοιχίζουμε | να αποτοιχίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποτοιχίζετε | αποτοιχίζατε | θα αποτοιχίζετε | να αποτοιχίζετε | αποτοιχίζετε | |
| γ' πληθ. | αποτοιχίζουν(ε) | αποτοίχιζαν αποτοιχίζαν(ε) |
θα αποτοιχίζουν(ε) | να αποτοιχίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτοίχισα | θα αποτοιχίσω | να αποτοιχίσω | αποτοιχίσει | ||
| β' ενικ. | αποτοίχισες | θα αποτοιχίσεις | να αποτοιχίσεις | αποτοίχισε | ||
| γ' ενικ. | αποτοίχισε | θα αποτοιχίσει | να αποτοιχίσει | |||
| α' πληθ. | αποτοιχίσαμε | θα αποτοιχίσουμε | να αποτοιχίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποτοιχίσατε | θα αποτοιχίσετε | να αποτοιχίσετε | αποτοιχίστε | ||
| γ' πληθ. | αποτοίχισαν αποτοιχίσαν(ε) |
θα αποτοιχίσουν(ε) | να αποτοιχίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποτοιχίσει | είχα αποτοιχίσει | θα έχω αποτοιχίσει | να έχω αποτοιχίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποτοιχίσει | είχες αποτοιχίσει | θα έχεις αποτοιχίσει | να έχεις αποτοιχίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτοιχίσει | είχε αποτοιχίσει | θα έχει αποτοιχίσει | να έχει αποτοιχίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτοιχίσει | είχαμε αποτοιχίσει | θα έχουμε αποτοιχίσει | να έχουμε αποτοιχίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτοιχίσει | είχατε αποτοιχίσει | θα έχετε αποτοιχίσει | να έχετε αποτοιχίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτοιχίσει | είχαν αποτοιχίσει | θα έχουν αποτοιχίσει | να έχουν αποτοιχίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτοιχίζομαι | αποτοιχιζόμουν(α) | θα αποτοιχίζομαι | να αποτοιχίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποτοιχίζεσαι | αποτοιχιζόσουν(α) | θα αποτοιχίζεσαι | να αποτοιχίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποτοιχίζεται | αποτοιχιζόταν(ε) | θα αποτοιχίζεται | να αποτοιχίζεται | ||
| α' πληθ. | αποτοιχιζόμαστε | αποτοιχιζόμαστε αποτοιχιζόμασταν |
θα αποτοιχιζόμαστε | να αποτοιχιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποτοιχίζεστε | αποτοιχιζόσαστε αποτοιχιζόσασταν |
θα αποτοιχίζεστε | να αποτοιχίζεστε | (αποτοιχίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποτοιχίζονται | αποτοιχίζονταν αποτοιχιζόντουσαν |
θα αποτοιχίζονται | να αποτοιχίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτοιχίστηκα | θα αποτοιχιστώ | να αποτοιχιστώ | αποτοιχιστεί | ||
| β' ενικ. | αποτοιχίστηκες | θα αποτοιχιστείς | να αποτοιχιστείς | αποτοιχίσου | ||
| γ' ενικ. | αποτοιχίστηκε | θα αποτοιχιστεί | να αποτοιχιστεί | |||
| α' πληθ. | αποτοιχιστήκαμε | θα αποτοιχιστούμε | να αποτοιχιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποτοιχιστήκατε | θα αποτοιχιστείτε | να αποτοιχιστείτε | αποτοιχιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποτοιχίστηκαν αποτοιχιστήκαν(ε) |
θα αποτοιχιστούν(ε) | να αποτοιχιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποτοιχιστεί | είχα αποτοιχιστεί | θα έχω αποτοιχιστεί | να έχω αποτοιχιστεί | αποτοιχισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποτοιχιστεί | είχες αποτοιχιστεί | θα έχεις αποτοιχιστεί | να έχεις αποτοιχιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτοιχιστεί | είχε αποτοιχιστεί | θα έχει αποτοιχιστεί | να έχει αποτοιχιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτοιχιστεί | είχαμε αποτοιχιστεί | θα έχουμε αποτοιχιστεί | να έχουμε αποτοιχιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτοιχιστεί | είχατε αποτοιχιστεί | θα έχετε αποτοιχιστεί | να έχετε αποτοιχιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτοιχιστεί | είχαν αποτοιχιστεί | θα έχουν αποτοιχιστεί | να έχουν αποτοιχιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποτοιχισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποτοιχισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποτοιχισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποτοιχισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποτοιχισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποτοιχισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποτοιχισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποτοιχισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
αποτοιχίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.