αποσφράγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποσφράγισμα | τα | αποσφραγίσματα |
| γενική | του | αποσφραγίσματος | των | αποσφραγισμάτων |
| αιτιατική | το | αποσφράγισμα | τα | αποσφραγίσματα |
| κλητική | αποσφράγισμα | αποσφραγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσφράγισμα < αποσφραγίζω, αποσφραγισ- + -μα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποσφραγίζω, σφραγίζω και σφραγίδα
Μεταφράσεις
αποσφράγισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.