αποσυγχρονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποσυγχρονισμός οι αποσυγχρονισμοί
      γενική του αποσυγχρονισμού των αποσυγχρονισμών
    αιτιατική τον αποσυγχρονισμό τους αποσυγχρονισμούς
     κλητική αποσυγχρονισμέ αποσυγχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσυγχρονισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αποσυγχρονισμός αρσενικό

  1. η παύση του συγχρονισμού
    αποσυγχρονισμός βιομηχανικών συστημάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.