αποστρακισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποστρακισμός | οι | αποστρακισμοί |
| γενική | του | αποστρακισμού | των | αποστρακισμών |
| αιτιατική | τον | αποστρακισμό | τους | αποστρακισμούς |
| κλητική | αποστρακισμέ | αποστρακισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστρακισμός < αποστρακίζω + -μός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποστρακίζω και όστρακο
Μεταφράσεις
αποστρακισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.