αποστολικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποστολικά < αποστολικός +

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.sto.liˈka/

Επίρρημα

αποστολικά

  1. σύμφωνα με όσα έλεγαν ή έκαναν οι Απόστολοι
  2. σχετικά με κάποια αποστολή
  3. (μεταφορικά) με ζήλο
  4. πεζή

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποστολικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.