αποσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσταίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποσταίνω < αρχαία ελληνική ἀφίσταμαι < ἀπό+ ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απόσταμα
- αποσταμάρα
- αποσταμένος
- αποσταμός
- αποστασίλα
- → δείτε τη λέξη ἵστημι
Κλίση
Μετοχή παθητικού παρακειμένου: αποστασμένος, αποσταμένος
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσταίνω | απόσταινα | θα αποσταίνω | να αποσταίνω | αποσταίνοντας | |
| β' ενικ. | αποσταίνεις | απόσταινες | θα αποσταίνεις | να αποσταίνεις | απόσταινε | |
| γ' ενικ. | αποσταίνει | απόσταινε | θα αποσταίνει | να αποσταίνει | ||
| α' πληθ. | αποσταίνουμε | αποσταίναμε | θα αποσταίνουμε | να αποσταίνουμε | ||
| β' πληθ. | αποσταίνετε | αποσταίνατε | θα αποσταίνετε | να αποσταίνετε | αποσταίνετε | |
| γ' πληθ. | αποσταίνουν(ε) | απόσταιναν αποσταίναν(ε) |
θα αποσταίνουν(ε) | να αποσταίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απόστασα | θα αποστάσω | να αποστάσω | αποστάσει | ||
| β' ενικ. | απόστασες | θα αποστάσεις | να αποστάσεις | απόστασε | ||
| γ' ενικ. | απόστασε | θα αποστάσει | να αποστάσει | |||
| α' πληθ. | αποστάσαμε | θα αποστάσουμε | να αποστάσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστάσατε | θα αποστάσετε | να αποστάσετε | αποστάστε | ||
| γ' πληθ. | απόστασαν αποστάσαν(ε) |
θα αποστάσουν(ε) | να αποστάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστάσει | είχα αποστάσει | θα έχω αποστάσει | να έχω αποστάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστάσει | είχες αποστάσει | θα έχεις αποστάσει | να έχεις αποστάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστάσει | είχε αποστάσει | θα έχει αποστάσει | να έχει αποστάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστάσει | είχαμε αποστάσει | θα έχουμε αποστάσει | να έχουμε αποστάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστάσει | είχατε αποστάσει | θα έχετε αποστάσει | να έχετε αποστάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστάσει | είχαν αποστάσει | θα έχουν αποστάσει | να έχουν αποστάσει |
| |
Μεταφράσεις
αποσταίνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.