αποσταγματοποιείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσταγματοποιείο τα αποσταγματοποιεία
      γενική του αποσταγματοποιείου των αποσταγματοποιείων
    αιτιατική το αποσταγματοποιείο τα αποσταγματοποιεία
     κλητική αποσταγματοποιείο αποσταγματοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσταγματοποιείο < αποστάγματ(ος) + -ο- + -ποιείο

Ουσιαστικό

αποσταγματοποιείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.