αποστάλαγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποστάλαγμα | τα | αποσταλάγματα |
| γενική | του | αποσταλάγματος | των | αποσταλαγμάτων |
| αιτιατική | το | αποστάλαγμα | τα | αποσταλάγματα |
| κλητική | αποστάλαγμα | αποσταλάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστάλαγμα < (ελληνιστική κοινή) ἀποστάλαγμα
Ουσιαστικό
αποστάλαγμα ουδέτερο
- ό,τι αποσταλάζει
- άλλες μορφές: στάλαγμα
- καταστάλαγμα
- (μεταφορικά) αποτέλεσμα, συμπέρασμα
Μεταφράσεις
αποστάλαγμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.