αποστάλαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποστάλαγμα τα αποσταλάγματα
      γενική του αποσταλάγματος των αποσταλαγμάτων
    αιτιατική το αποστάλαγμα τα αποσταλάγματα
     κλητική αποστάλαγμα αποσταλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστάλαγμα < (ελληνιστική κοινή) ἀποστάλαγμα

Ουσιαστικό

αποστάλαγμα ουδέτερο

  1. ό,τι αποσταλάζει
    άλλες μορφές: στάλαγμα
  2. καταστάλαγμα
  3. (μεταφορικά) αποτέλεσμα, συμπέρασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.