αποποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποποίηση οι αποποιήσεις
      γενική της αποποίησης* των αποποιήσεων
    αιτιατική την αποποίηση τις αποποιήσεις
     κλητική αποποίηση αποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποποίηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποποίησις

Ουσιαστικό

αποποίηση θηλυκό

  1. η δήλωση με την οποία κάποιος αποποιείται ευθύνες για κάτι επιζήμιο που συνέβη στο παρελθόν ή μπορεί να συμβεί στο μέλλον
  2. η άρνηση δικαιώματος, τίτλου, περιουσίας κλπ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.