αποπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπληρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποπληρόω, -ῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπληρώνω | αποπλήρωνα | θα αποπληρώνω | να αποπληρώνω | αποπληρώνοντας | |
| β' ενικ. | αποπληρώνεις | αποπλήρωνες | θα αποπληρώνεις | να αποπληρώνεις | αποπλήρωνε | |
| γ' ενικ. | αποπληρώνει | αποπλήρωνε | θα αποπληρώνει | να αποπληρώνει | ||
| α' πληθ. | αποπληρώνουμε | αποπληρώναμε | θα αποπληρώνουμε | να αποπληρώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποπληρώνετε | αποπληρώνατε | θα αποπληρώνετε | να αποπληρώνετε | αποπληρώνετε | |
| γ' πληθ. | αποπληρώνουν(ε) | αποπλήρωναν αποπληρώναν(ε) |
θα αποπληρώνουν(ε) | να αποπληρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπλήρωσα | θα αποπληρώσω | να αποπληρώσω | αποπληρώσει | ||
| β' ενικ. | αποπλήρωσες | θα αποπληρώσεις | να αποπληρώσεις | αποπλήρωσε | ||
| γ' ενικ. | αποπλήρωσε | θα αποπληρώσει | να αποπληρώσει | |||
| α' πληθ. | αποπληρώσαμε | θα αποπληρώσουμε | να αποπληρώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποπληρώσατε | θα αποπληρώσετε | να αποπληρώσετε | αποπληρώστε | ||
| γ' πληθ. | αποπλήρωσαν αποπληρώσαν(ε) |
θα αποπληρώσουν(ε) | να αποπληρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπληρώσει | είχα αποπληρώσει | θα έχω αποπληρώσει | να έχω αποπληρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπληρώσει | είχες αποπληρώσει | θα έχεις αποπληρώσει | να έχεις αποπληρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποπληρώσει | είχε αποπληρώσει | θα έχει αποπληρώσει | να έχει αποπληρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπληρώσει | είχαμε αποπληρώσει | θα έχουμε αποπληρώσει | να έχουμε αποπληρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπληρώσει | είχατε αποπληρώσει | θα έχετε αποπληρώσει | να έχετε αποπληρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποπληρώσει | είχαν αποπληρώσει | θα έχουν αποπληρώσει | να έχουν αποπληρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.