αποξήλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποξήλωμα | τα | αποξηλώματα |
| γενική | του | αποξηλώματος | των | αποξηλωμάτων |
| αιτιατική | το | αποξήλωμα | τα | αποξηλώματα |
| κλητική | αποξήλωμα | αποξηλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αποξήλωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.