απομόλυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομόλυνση | οι | απομολύνσεις |
| γενική | της | απομόλυνσης* | των | απομολύνσεων |
| αιτιατική | την | απομόλυνση | τις | απομολύνσεις |
| κλητική | απομόλυνση | απομολύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απομολύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
απομόλυνση θηλυκό
- περιβαλλοντική αποτοξίνωση, αφαίρεση βλαπτικών ουσιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.