απομνημονεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομνημονεύσιμος η απομνημονεύσιμη το απομνημονεύσιμο
      γενική του απομνημονεύσιμου της απομνημονεύσιμης του απομνημονεύσιμου
    αιτιατική τον απομνημονεύσιμο την απομνημονεύσιμη το απομνημονεύσιμο
     κλητική απομνημονεύσιμε απομνημονεύσιμη απομνημονεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομνημονεύσιμοι οι απομνημονεύσιμες τα απομνημονεύσιμα
      γενική των απομνημονεύσιμων των απομνημονεύσιμων των απομνημονεύσιμων
    αιτιατική τους απομνημονεύσιμους τις απομνημονεύσιμες τα απομνημονεύσιμα
     κλητική απομνημονεύσιμοι απομνημονεύσιμες απομνημονεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απομνημονεύσιμος < (απομνημονεύω) απομνημόνευσ- + -ιμος

Επίθετο

απομνημονεύσιμος

  • που αποτυπώνεται εύκολα στην μνήμη και έχει μεγάλη πιθανότητα να παραμείνει ως καταγραφή για πολύ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.