απολίθωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολίθωση οι απολιθώσεις
      γενική της απολίθωσης* των απολιθώσεων
    αιτιατική την απολίθωση τις απολιθώσεις
     κλητική απολίθωση απολιθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολιθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολίθωση < αρχαία ελληνική ἀπολίθωσις

Ουσιαστικό

απολίθωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.