απολιθώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απολιθώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολιθώνω
  2. θα απολιθώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολιθώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απολιθώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απολίθωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.