απολέμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολέμητος η απολέμητη το απολέμητο
      γενική του απολέμητου της απολέμητης του απολέμητου
    αιτιατική τον απολέμητο την απολέμητη το απολέμητο
     κλητική απολέμητε απολέμητη απολέμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολέμητοι οι απολέμητες τα απολέμητα
      γενική των απολέμητων των απολέμητων των απολέμητων
    αιτιατική τους απολέμητους τις απολέμητες τα απολέμητα
     κλητική απολέμητοι απολέμητες απολέμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απολέμητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπολέμητος

Επίθετο

απολέμητος, -η, -ο

  1. που δεν μπορούν να τον καταπολεμήσουν
  2. ακαταμάχητος, ακατάβλητος

  • απολέμηστος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.