αποικοδομούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποικοδομούμαι | αποικοδομούμουν | θα αποικοδομούμαι | να αποικοδομούμαι | ||
| β' ενικ. | αποικοδομείσαι | αποικοδομούσουν | θα αποικοδομείσαι | να αποικοδομείσαι | ||
| γ' ενικ. | αποικοδομείται | αποικοδομούνταν | θα αποικοδομείται | να αποικοδομείται | ||
| α' πληθ. | αποικοδομούμαστε | αποικοδομούμασταν αποικοδομούμαστε |
θα αποικοδομούμαστε | να αποικοδομούμαστε | ||
| β' πληθ. | αποικοδομείστε | αποικοδομούσασταν αποικοδομούσαστε |
θα αποικοδομείστε | να αποικοδομείστε | αποικοδομείστε | |
| γ' πληθ. | αποικοδομούνται | αποικοδομούνταν | θα αποικοδομούνται | να αποικοδομούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποικοδομήθηκα | θα αποικοδομηθώ | να αποικοδομηθώ | αποικοδομηθεί | ||
| β' ενικ. | αποικοδομήθηκες | θα αποικοδομηθείς | να αποικοδομηθείς | αποικοδομήσου | ||
| γ' ενικ. | αποικοδομήθηκε | θα αποικοδομηθεί | να αποικοδομηθεί | |||
| α' πληθ. | αποικοδομηθήκαμε | θα αποικοδομηθούμε | να αποικοδομηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποικοδομηθήκατε | θα αποικοδομηθείτε | να αποικοδομηθείτε | αποικοδομηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποικοδομήθηκαν αποικοδομηθήκαν(ε) |
θα αποικοδομηθούν(ε) | να αποικοδομηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποικοδομηθεί | είχα αποικοδομηθεί | θα έχω αποικοδομηθεί | να έχω αποικοδομηθεί | αποικοδομημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποικοδομηθεί | είχες αποικοδομηθεί | θα έχεις αποικοδομηθεί | να έχεις αποικοδομηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποικοδομηθεί | είχε αποικοδομηθεί | θα έχει αποικοδομηθεί | να έχει αποικοδομηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποικοδομηθεί | είχαμε αποικοδομηθεί | θα έχουμε αποικοδομηθεί | να έχουμε αποικοδομηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποικοδομηθεί | είχατε αποικοδομηθεί | θα έχετε αποικοδομηθεί | να έχετε αποικοδομηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποικοδομηθεί | είχαν αποικοδομηθεί | θα έχουν αποικοδομηθεί | να έχουν αποικοδομηθεί | ||
Μεταφράσεις
αποικοδομούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.