αποθυμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποθυμώ < μεσαιωνική ελληνική αποθυμώ < αρχαία ελληνική ἐπιθυμῶ

Ρήμα

αποθυμώ

  1. (ιδιωματικό) άλλη μορφή του επιθυμώ
  2. (ιδιωματικό) νοσταλγώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.