αποθορυβοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποθορυβοποίηση | οι | αποθορυβοποιήσεις |
| γενική | της | αποθορυβοποίησης | των | αποθορυβοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αποθορυβοποίηση | τις | αποθορυβοποιήσεις |
| κλητική | αποθορυβοποίηση | αποθορυβοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Σημειώσεις
- σε κάποια συστήματα αποθορυβοποίηση και αποσφαλμάτωση ταυτίζονται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.