αποδιώχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδιώχνομαι | αποδιωχνόμουν(α) | θα αποδιώχνομαι | να αποδιώχνομαι | ||
| β' ενικ. | αποδιώχνεσαι | αποδιωχνόσουν(α) | θα αποδιώχνεσαι | να αποδιώχνεσαι | (αποδιώχνου) | |
| γ' ενικ. | αποδιώχνεται | αποδιωχνόταν(ε) | θα αποδιώχνεται | να αποδιώχνεται | ||
| α' πληθ. | αποδιωχνόμαστε | αποδιωχνόμαστε αποδιωχνόμασταν |
θα αποδιωχνόμαστε | να αποδιωχνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποδιώχνεστε | αποδιωχνόσαστε αποδιωχνόσασταν |
θα αποδιώχνεστε | να αποδιώχνεστε | (αποδιώχνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποδιώχνονται | αποδιώχνονταν αποδιωχνόντουσαν |
θα αποδιώχνονται | να αποδιώχνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδιώχτηκα | θα αποδιωχτώ | να αποδιωχτώ | αποδιωχτεί | ||
| β' ενικ. | αποδιώχτηκες | θα αποδιωχτείς | να αποδιωχτείς | αποδιώξου | ||
| γ' ενικ. | αποδιώχτηκε | θα αποδιωχτεί | να αποδιωχτεί | |||
| α' πληθ. | αποδιωχτήκαμε | θα αποδιωχτούμε | να αποδιωχτούμε | |||
| β' πληθ. | αποδιωχτήκατε | θα αποδιωχτείτε | να αποδιωχτείτε | αποδιωχτείτε | ||
| γ' πληθ. | αποδιώχτηκαν αποδιωχτήκαν(ε) |
θα αποδιωχτούν(ε) | να αποδιωχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποδιωχτεί | είχα αποδιωχτεί | θα έχω αποδιωχτεί | να έχω αποδιωχτεί | αποδιωγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποδιωχτεί | είχες αποδιωχτεί | θα έχεις αποδιωχτεί | να έχεις αποδιωχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδιωχτεί | είχε αποδιωχτεί | θα έχει αποδιωχτεί | να έχει αποδιωχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδιωχτεί | είχαμε αποδιωχτεί | θα έχουμε αποδιωχτεί | να έχουμε αποδιωχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδιωχτεί | είχατε αποδιωχτεί | θα έχετε αποδιωχτεί | να έχετε αποδιωχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδιωχτεί | είχαν αποδιωχτεί | θα έχουν αποδιωχτεί | να έχουν αποδιωχτεί | ||
Μεταφράσεις
αποδιώχνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.