αποαποικιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποαποικιοποιώ < νεολογισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική decolonize ή τη γαλλική décoloniser. Το ουσιαστικό αποαποικιοποίηση υπάρχει ήδη σε έντυπα λεξικά. Το ρήμα, απο-αποικι-ο-ποιώ
Ρήμα
αποαποικιοποιώ, αόρ.: αποαποικιοποίησα, παθ.φωνή: αποαποικιοποιούμαι, π.αόρ.: αποαποικιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: αποαποικιοποιημένος
- (νεολογισμός) παύω την αποικιοποίηση, αποχωρώ από μια αποικία μου, αφήνοντάς την ανεξάρτητη
Συγγενικά
- αποαποικιοποίηση
- → και δείτε τη λέξη αποικία
Μεταφράσεις
αποαποικιοποιώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.