απεψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεψία οι απεψίες
      γενική της απεψίας των απεψιών
    αιτιατική την απεψία τις απεψίες
     κλητική απεψία απεψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεψία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπεψία

Ουσιαστικό

απεψία θηλυκό

  • (ιατρική) δυσλειτουργία στην πεπτική διαδικασία, δυσκολία στην πέψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.