απευχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απευχή οι απευχές
      γενική της απευχής των απευχών
    αιτιατική την απευχή τις απευχές
     κλητική απευχή απευχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απευχή < (ελληνιστική κοινή) ἀπευχή

Ουσιαστικό

απευχή θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.