ἀπευχή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπευχή αἱ ἀπευχαί
      γενική τῆς ἀπευχῆς τῶν ἀπευχῶν
      δοτική τῇ ἀπευχ ταῖς ἀπευχαῖς
    αιτιατική τὴν ἀπευχήν τὰς ἀπευχᾱ́ς
     κλητική ! ἀπευχή ἀπευχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπευχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀπευχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀπευχή < ἀπό (ἀπ-) + αρχαία ελληνική εὐχή, ἀπεύχομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀπευχή θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ἀπεύχομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.