απευαισθητοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απευαισθητοποιώ < από + ευαισθητοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική desensitize)
Ρήμα
απευαισθητοποιώ (παθητική φωνή: απευαισθητοποιούμαι)
- (ιατρική) μειώνω ή εξαλείφω την ευαισθησία κάποιου σε ουσίες ή φάρμακα
- προκαλώ έλλειψη συναισθηματικής ευαισθησίας
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απευαισθητοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ευαίσθητος, αισθάνομαι και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απευαισθητοποιώ | απευαισθητοποιούσα | θα απευαισθητοποιώ | να απευαισθητοποιώ | απευαισθητοποιώντας | |
| β' ενικ. | απευαισθητοποιείς | απευαισθητοποιούσες | θα απευαισθητοποιείς | να απευαισθητοποιείς | (απευαισθητοποίει) | |
| γ' ενικ. | απευαισθητοποιεί | απευαισθητοποιούσε | θα απευαισθητοποιεί | να απευαισθητοποιεί | ||
| α' πληθ. | απευαισθητοποιούμε | απευαισθητοποιούσαμε | θα απευαισθητοποιούμε | να απευαισθητοποιούμε | ||
| β' πληθ. | απευαισθητοποιείτε | απευαισθητοποιούσατε | θα απευαισθητοποιείτε | να απευαισθητοποιείτε | απευαισθητοποιείτε | |
| γ' πληθ. | απευαισθητοποιούν(ε) | απευαισθητοποιούσαν(ε) | θα απευαισθητοποιούν(ε) | να απευαισθητοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απευαισθητοποίησα | θα απευαισθητοποιήσω | να απευαισθητοποιήσω | απευαισθητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | απευαισθητοποίησες | θα απευαισθητοποιήσεις | να απευαισθητοποιήσεις | απευαισθητοποίησε | ||
| γ' ενικ. | απευαισθητοποίησε | θα απευαισθητοποιήσει | να απευαισθητοποιήσει | |||
| α' πληθ. | απευαισθητοποιήσαμε | θα απευαισθητοποιήσουμε | να απευαισθητοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | απευαισθητοποιήσατε | θα απευαισθητοποιήσετε | να απευαισθητοποιήσετε | απευαισθητοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | απευαισθητοποίησαν απευαισθητοποιήσαν(ε) |
θα απευαισθητοποιήσουν(ε) | να απευαισθητοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απευαισθητοποιήσει | είχα απευαισθητοποιήσει | θα έχω απευαισθητοποιήσει | να έχω απευαισθητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απευαισθητοποιήσει | είχες απευαισθητοποιήσει | θα έχεις απευαισθητοποιήσει | να έχεις απευαισθητοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απευαισθητοποιήσει | είχε απευαισθητοποιήσει | θα έχει απευαισθητοποιήσει | να έχει απευαισθητοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απευαισθητοποιήσει | είχαμε απευαισθητοποιήσει | θα έχουμε απευαισθητοποιήσει | να έχουμε απευαισθητοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απευαισθητοποιήσει | είχατε απευαισθητοποιήσει | θα έχετε απευαισθητοποιήσει | να έχετε απευαισθητοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απευαισθητοποιήσει | είχαν απευαισθητοποιήσει | θα έχουν απευαισθητοποιήσει | να έχουν απευαισθητοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.