απεμπόληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεμπόληση οι απεμπολήσεις
      γενική της απεμπόλησης* των απεμπολήσεων
    αιτιατική την απεμπόληση τις απεμπολήσεις
     κλητική απεμπόληση απεμπολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεμπολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεμπόληση < απεμπολώ

Ουσιαστικό

απεμπόληση θηλυκό


Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.