απειροστικός λογισμός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απειροστικός λογισμός < απειροστικός + λογισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική infinitesimal calculus)
Πολυλεκτικός όρος
απειροστικός λογισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) μαθηματικός κλάδος, που κάνει χρήση των θεμελιωδών εννοιών της σύγκλισης άπειρων ακολουθιών και άπειρων σειρών σε ένα καλά καθορισμένο όριο, με πολλές χρήσεις στον τομέα της επιστήμης, της οικονομίας, της μηχανικής κ.ά.
Συνώνυμα
Υπώνυμα
- διαφορικός λογισμός
- ολοκληρωτικός λογισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.