απανώρουχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απανώρουχο | τα | απανώρουχα |
| γενική | του | απανώρουχου | των | απανώρουχων |
| αιτιατική | το | απανώρουχο | τα | απανώρουχα |
| κλητική | απανώρουχο | απανώρουχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- πανώρουχο
Συνώνυμα
- απανωσκούτι
Μεταφράσεις
απανώρουχο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.