απανθρακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
απανθρακώνω , στ.μέλλ.: θα απανθρακώσω, αόρ.: απανθράκωσα, παθ.φωνή: απανθρακώνομαι, μτχ.π.π.: απανθρακωμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απανθρακώνω | απανθράκωνα | θα απανθρακώνω | να απανθρακώνω | απανθρακώνοντας | |
| β' ενικ. | απανθρακώνεις | απανθράκωνες | θα απανθρακώνεις | να απανθρακώνεις | απανθράκωνε | |
| γ' ενικ. | απανθρακώνει | απανθράκωνε | θα απανθρακώνει | να απανθρακώνει | ||
| α' πληθ. | απανθρακώνουμε | απανθρακώναμε | θα απανθρακώνουμε | να απανθρακώνουμε | ||
| β' πληθ. | απανθρακώνετε | απανθρακώνατε | θα απανθρακώνετε | να απανθρακώνετε | απανθρακώνετε | |
| γ' πληθ. | απανθρακώνουν(ε) | απανθράκωναν απανθρακώναν(ε) |
θα απανθρακώνουν(ε) | να απανθρακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απανθράκωσα | θα απανθρακώσω | να απανθρακώσω | απανθρακώσει | ||
| β' ενικ. | απανθράκωσες | θα απανθρακώσεις | να απανθρακώσεις | απανθράκωσε | ||
| γ' ενικ. | απανθράκωσε | θα απανθρακώσει | να απανθρακώσει | |||
| α' πληθ. | απανθρακώσαμε | θα απανθρακώσουμε | να απανθρακώσουμε | |||
| β' πληθ. | απανθρακώσατε | θα απανθρακώσετε | να απανθρακώσετε | απανθρακώστε | ||
| γ' πληθ. | απανθράκωσαν απανθρακώσαν(ε) |
θα απανθρακώσουν(ε) | να απανθρακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απανθρακώσει | είχα απανθρακώσει | θα έχω απανθρακώσει | να έχω απανθρακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απανθρακώσει | είχες απανθρακώσει | θα έχεις απανθρακώσει | να έχεις απανθρακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απανθρακώσει | είχε απανθρακώσει | θα έχει απανθρακώσει | να έχει απανθρακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απανθρακώσει | είχαμε απανθρακώσει | θα έχουμε απανθρακώσει | να έχουμε απανθρακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απανθρακώσει | είχατε απανθρακώσει | θα έχετε απανθρακώσει | να έχετε απανθρακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απανθρακώσει | είχαν απανθρακώσει | θα έχουν απανθρακώσει | να έχουν απανθρακώσει |
| |
Μεταφράσεις
απανθρακώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.