απαγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγής η απαγής το απαγές
      γενική του απαγούς* της απαγούς του απαγούς
    αιτιατική τον απαγή την απαγή το απαγές
     κλητική απαγή(ς) απαγής απαγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγείς οι απαγείς τα απαγή
      γενική των απαγών των απαγών των απαγών
    αιτιατική τους απαγείς τις απαγείς τα απαγή
     κλητική απαγείς απαγείς απαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαγής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

απαγής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. ο απαγίωτος, που δεν μπορεί να ή δεν έχει παγιωθεί
  2. νεαρός
  3. νερουλός, που δεν έχει (έστω ακόμα) πήξει


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.