απαγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαγής | η | απαγής | το | απαγές |
| γενική | του | απαγούς* | της | απαγούς | του | απαγούς |
| αιτιατική | τον | απαγή | την | απαγή | το | απαγές |
| κλητική | απαγή(ς) | απαγής | απαγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαγείς | οι | απαγείς | τα | απαγή |
| γενική | των | απαγών | των | απαγών | των | απαγών |
| αιτιατική | τους | απαγείς | τις | απαγείς | τα | απαγή |
| κλητική | απαγείς | απαγείς | απαγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαγής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
απαγής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- ο απαγίωτος, που δεν μπορεί να ή δεν έχει παγιωθεί
- νεαρός
- νερουλός, που δεν έχει (έστω ακόμα) πήξει
Μεταφράσεις
απαγής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.