αοριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αοριστικός η αοριστική το αοριστικό
      γενική του αοριστικού της αοριστικής του αοριστικού
    αιτιατική τον αοριστικό την αοριστική το αοριστικό
     κλητική αοριστικέ αοριστική αοριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αοριστικοί οι αοριστικές τα αοριστικά
      γενική των αοριστικών των αοριστικών των αοριστικών
    αιτιατική τους αοριστικούς τις αοριστικές τα αοριστικά
     κλητική αοριστικοί αοριστικές αοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αοριστικός < αόριστος + -ικός

Επίθετο

αοριστικός, -ή, -ό

  • που βρίσκεται στον αόριστο ή αναφέρεται σ' αυτόν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.