αξιόμαχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αξιόμαχο | τα | αξιόμαχα |
| γενική | του | αξιόμαχου | των | αξιόμαχων |
| αιτιατική | το | αξιόμαχο | τα | αξιόμαχα |
| κλητική | αξιόμαχο | αξιόμαχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξιόμαχο < ουδέτερο του αξιόμαχος < αρχαία ελληνική ἀξιόμαχος < ἄξιος + μάχη
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksiˈo.ma.xo/
Μεταφράσεις
αξιόμαχο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.