ανυποταξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανυποταξία οι ανυποταξίες
      γενική της ανυποταξίας των ανυποταξιών
    αιτιατική την ανυποταξία τις ανυποταξίες
     κλητική ανυποταξία ανυποταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανυποταξία < (ελληνιστική κοινή) ἀνυποταξία

Ουσιαστικό

ανυποταξία θηλυκό

  1. μη υποταγή
    άλλες μορφές: ανυποταγή
  2. ανυπακοή
  3. (στρατιωτικός όρος) το να είναι κάποιος ανυπότακτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.