ανυπάκοος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπάκοος η ανυπάκοη το ανυπάκοο
      γενική του ανυπάκοου της ανυπάκοης του ανυπάκοου
    αιτιατική τον ανυπάκοο την ανυπάκοη το ανυπάκοο
     κλητική ανυπάκοε ανυπάκοη ανυπάκοο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπάκοοι οι ανυπάκοες τα ανυπάκοα
      γενική των ανυπάκοων των ανυπάκοων των ανυπάκοων
    αιτιατική τους ανυπάκοους τις ανυπάκοες τα ανυπάκοα
     κλητική ανυπάκοοι ανυπάκοες ανυπάκοα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανυπάκοος < ανυπάκουος < αν- + υπάκουος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.niˈpa.ko.os/

Επίθετο

ανυπάκοος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.