αντλιοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντλιοστάσιο | τα | αντλιοστάσια |
| γενική | του | αντλιοστασίου & αντλιοστάσιου |
των | αντλιοστασίων |
| αιτιατική | το | αντλιοστάσιο | τα | αντλιοστάσια |
| κλητική | αντλιοστάσιο | αντλιοστάσια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντλιοστάσιο ουδέτερο
- (τεχνολογία), (μηχανολογία): ο χώρος όπου είναι μόνιμα εγκαταστημένες αντλίες
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) ειδικό διαμέρισμα των δεξαμενοπλοίων που βρίσκεται πρύμνηθεν των δεξαμενών φορτίου και πριν το μηχανοστάσιο όπου φέρονται οι αντλίες φορτοεκφόρτωσης και οι αντλίες καθαρισμού των κυτών. Στα πολύ μεγάλα δεξαμενόπλοια απαντάται και βοηθητικό αντλιοστάσιο πρώραθεν των δεξαμενών φορτίου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.