αντισυστημισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντισυστημισμός οι αντισυστημισμοί
      γενική του αντισυστημισμού των αντισυστημισμών
    αιτιατική τον αντισυστημισμό τους αντισυστημισμούς
     κλητική αντισυστημισμέ αντισυστημισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντισυστημισμός < αντι- + σύστημα + -ισμός

Ουσιαστικό

αντισυστημισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.