αντιρομαντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιρομαντισμός οι αντιρομαντισμοί
      γενική του αντιρομαντισμού των αντιρομαντισμών
    αιτιατική τον αντιρομαντισμό τους αντιρομαντισμούς
     κλητική αντιρομαντισμέ αντιρομαντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιρομαντισμός < αντι- + ρομαντισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiromanticism)

Ουσιαστικό

αντιρομαντισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.