αντιπανωλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπανωλικός η αντιπανωλική το αντιπανωλικό
      γενική του αντιπανωλικού της αντιπανωλικής του αντιπανωλικού
    αιτιατική τον αντιπανωλικό την αντιπανωλική το αντιπανωλικό
     κλητική αντιπανωλικέ αντιπανωλική αντιπανωλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπανωλικοί οι αντιπανωλικές τα αντιπανωλικά
      γενική των αντιπανωλικών των αντιπανωλικών των αντιπανωλικών
    αιτιατική τους αντιπανωλικούς τις αντιπανωλικές τα αντιπανωλικά
     κλητική αντιπανωλικοί αντιπανωλικές αντιπανωλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιπανωλικός < αντι- + πανώλη + -ικός

Επίθετο

αντιπανωλικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.