αντιμπολσεβικικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιμπολσεβικικός | η | αντιμπολσεβικική | το | αντιμπολσεβικικό |
| γενική | του | αντιμπολσεβικικού | της | αντιμπολσεβικικής | του | αντιμπολσεβικικού |
| αιτιατική | τον | αντιμπολσεβικικό | την | αντιμπολσεβικική | το | αντιμπολσεβικικό |
| κλητική | αντιμπολσεβικικέ | αντιμπολσεβικική | αντιμπολσεβικικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιμπολσεβικικοί | οι | αντιμπολσεβικικές | τα | αντιμπολσεβικικά |
| γενική | των | αντιμπολσεβικικών | των | αντιμπολσεβικικών | των | αντιμπολσεβικικών |
| αιτιατική | τους | αντιμπολσεβικικούς | τις | αντιμπολσεβικικές | τα | αντιμπολσεβικικά |
| κλητική | αντιμπολσεβικικοί | αντιμπολσεβικικές | αντιμπολσεβικικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
αντιμπολσεβικικός, -ή, -ό
Πηγές
- αντιμπολσεβικικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιμπολσεβικικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.